συμμαθητεία

συμμαθητεία
η
το να είναι κάποιος συμμαθητής ή το διάστημα κατά το οποίο είναι κάποιος συμμαθητής με έναν άλλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμμαθητεία — η, Ν [συμμαθητεύω] 1. η ιδιότητα τού συμμαθητή, το να είναι κανείς συμμαθητής κάποιου 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς συμμαθητής κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”